περιλεσχήνευτος

περιλεσχήνευτος
περιλεσχήνευτος
talked of in every club
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιλεσχήνευτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)] …   Dictionary of Greek

  • περιλεσχήνευτον — περιλεσχήνευτος talked of in every club masc/fem acc sg περιλεσχήνευτος talked of in every club neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”